πηδητικός

πηδητικός
-ή, -ό / πηδητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πηδώ]
αυτός που έχει την ικανότητα να πηδά, να εκτελεί πηδήματα («ὅσα δὲ πηδητικά... ἐστι, τούτων τὰ μὲν ἔχει τὰ ὄπισθεν σκέλη μείζω», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα πηδητικά
ζωολ. α) κατηγορία ορθόπτερων εντόμων, σύμφωνα με παλαιότερη ταξινόμηση
β) κατηγορία θηλαστικών μαρσιποφόρων.
επίρρ...
πηδητικῶς ΜΑ
πηδηχτά, με πηδήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πηδητικός — good at leaping masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδητικά — πηδητικός good at leaping neut nom/voc/acc pl πηδητικά̱ , πηδητικός good at leaping fem nom/voc/acc dual πηδητικά̱ , πηδητικός good at leaping fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδητικῶν — πηδητικός good at leaping fem gen pl πηδητικός good at leaping masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδητικόν — πηδητικός good at leaping masc acc sg πηδητικός good at leaping neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδητικοῦ — πηδητικός good at leaping masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδητικῆς — πηδητικός good at leaping fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδητική — πηδητικός good at leaping fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδητικήν — πηδητικός good at leaping fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδητικῶς — πηδητικός good at leaping adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδητικώτατε — πηδητικός good at leaping masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”