- πηδητικός
- -ή, -ό / πηδητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πηδώ]αυτός που έχει την ικανότητα να πηδά, να εκτελεί πηδήματα («ὅσα δὲ πηδητικά... ἐστι, τούτων τὰ μὲν ἔχει τὰ ὄπισθεν σκέλη μείζω», Αριστοτ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. τα πηδητικάζωολ. α) κατηγορία ορθόπτερων εντόμων, σύμφωνα με παλαιότερη ταξινόμησηβ) κατηγορία θηλαστικών μαρσιποφόρων.επίρρ...πηδητικῶς ΜΑπηδηχτά, με πηδήματα.
Dictionary of Greek. 2013.